υποδιοικητής — ο 1. σε ιεραρχία υπηρεσίας ο αμέσως μετά το διοικητή, τον οποίο αναπληρώνει στα καθήκοντά του: Υποδιοικητής Τάγματος. 2. ο προϊστάμενος υποδιοίκησης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Τσουδερός — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Κρήτης, η οποία καταγόταν από τον Εμμ. Καλλέργη, γόνο της μεγάλης οικογένειας των Καλλέργηδων. Σπουδαιότερα μέλη της οικογένειας ήταν οι επόμενοι: 1. Γεώργιος (1768 – 1859). Οπλαρχηγός στην Επανάσταση. Ονομάστηκε … Dictionary of Greek
Bank of Greece — Infobox Central bank image 1= Main building of the bank of Greece 2008.jpg image title 1 = The main building of the Bank of Greece at Venizelou Avenue, Athens. bank name in local = Τράπεζα της Ελλάδος gr icon headquarters = Athens established =… … Wikipedia
Banco de Grecia — Saltar a navegación, búsqueda Este artículo trata sobre el Banco central de Grecia. Para el primer banco comercial griego, véase Banco Nacional de Grecia. Banco de Grecia Τράπεζα της Ελλάδος (griego) … Wikipedia Español
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
καϊμακάμης — και καϊμεκάμης, ὁ (Μ καϊμακάμης) (στην Τουρκία) 1. (τίτλος ανώτερου διοικητικού υπαλλήλου) τοποτηρητής, υποδιοικητής 2. αντισυνταγματάρχης τού τουρκικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaymakam] … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
ύπαρχος — ο / ὕπαρχος, ΝΜΑ υπαρχηγός, υποδιοικητής νεοελλ. ναυτ. ο αμέσως μετά τον κυβερνήτη μάχιμος αξιωματικός πολεμικού πλοίου, ο οποίος αποτελεί τον άμεσο βοηθό και συνεργάτη του νεοελλ. μσν. φρ. «ύπαρχος τού στρατοπέδου» (στο Βυζ.) ο υπεύθυνος τής… … Dictionary of Greek
Ανδρούτσος — I (Ανδρέας Βερούσης, Λιβανάτες Λοκρίδας 1740; – Κωνσταντινούπολη 1797). Αρματολός της Λιάκουρας (Παρνασσού) και αδελφοποιτός του Αλή πασά. Συνεργάστηκε κατά τον B’ Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787 92) με τον Λάμπρο Κατσώνη για την αποτίναξη του… … Dictionary of Greek